εκλέπιση

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek Monolingual

η (Μ ἐκλέπιση)
νεοελλ.
αφαίρεση τών λεπιών ψαριών ή του φλοιού καρπών
μσν.
κλώσσημα αβγών, εκκόλαψη νεοσσών.