Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκπλέω

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

(AM ἐκπλέω)
αποπλέω
αρχ.
1. παραπλέω («ἀλλ' ὅτε πέτρας πληγάδας ἐξέπλωμεν», Απολλ. Ρόδ.)
2. διαπλέω
3. αποπλέοντας αποφεύγω κάτι.