εκποίηση

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκποίησις)
πώληση
νεοελλ.
πώληση όλου του εμπορεύματος, ξεπούλημα
αρχ.
1. αποσπερματισμός
2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία
3. αποπεράτωση οικοδομήματος.