εκποίηση

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκποίησις)
πώληση
νεοελλ.
πώληση όλου του εμπορεύματος, ξεπούλημα
αρχ.
1. αποσπερματισμός
2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία
3. αποπεράτωση οικοδομήματος.