Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἐκπροφεύγω (Α)1. φεύγω μακριά από κάποιον2. ξεφεύγω, διαφεύγω.