εκπύρωση

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐκπύρωσις)
1. πυρπόληση, ολοκληρωτικό κάψιμο
2. η μεταβολή τών όντων σε φωτιά
3. πολύ υψηλή θερμότητα ή θερμοκρασία
4. έκρηξη
5. άναμμα φωτιάς
6. είδος χορού.