εκπύρωση

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐκπύρωσις)
1. πυρπόληση, ολοκληρωτικό κάψιμο
2. η μεταβολή τών όντων σε φωτιά
3. πολύ υψηλή θερμότητα ή θερμοκρασία
4. έκρηξη
5. άναμμα φωτιάς
6. είδος χορού.