εκφοβίζω

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

και εκφοβώ (-έω) (Α ἐκφοβῶ)
κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζω
αρχ.
παθ. ἐκφοβοῦμαι
φοβούμαι πολύ, κατατρομάζω.