ελάφειος

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἐλάφειος, -ον)
ο ελαφήσιος
αρχ.
1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού
2. ο δειλός.