ελαιοπυρήνας

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο πυρήνας, το κουκκούτσι της ελιάς, το λιοκούκκουτσο
2. τα στερεά υπολείμματα ελαιοκάρπου που απομένουν μετά την έκθλιψη του λαδιού, κν. λιοκόκκια (βλ. και ελαιόπιτα).