ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ἐλαιοφανής, -ές (Α)(για τα ούρα) αυτός που έχει την όψη λαδιού.