ελαιοφανής

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

ἐλαιοφανής, -ές (Α)
(για τα ούρα) αυτός που έχει την όψη λαδιού.