ελαιόπιτα

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

η
η μάζα από υπολείμματα ελαιούχων καρπών ή σπόρων μετά την αποστράγγιση του χρήσιμου λαδιού που περιέχουν, πυρήνα, πίτα, πιτάρι
(χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμη ύλη ή τροφή ζώων).