ελατότητα
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα τών μετάλλων που εκτείνονται με τη σφυρηλάτηση ή την έλαση χωρίς να σπάνε.