ελικωτός

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑλικωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελικωτό
ελικοειδές καρφί με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές πάνω στους ξύλινους στρωτήρες
αρχ.
ελικοειδής.