εμβολιάζω

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

και μπολιάζω
1. ανοσοποιώ κάποιον με το κατάλληλο εμβόλιο για την προστασία από λοιμώδη νόσο
2. (για δέντρα) ενοφθαλμίζω, κεντρώνω για να μετατρέψω άγριο δέντρο σε ήμερο ή για να αλλάξω την ποικιλία του.