εμπήγω

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω)
μπήγω, σφηνώνω, καρφώνω
αρχ.
1. κάνω κάτι να παγώσει
2. μέσ. ἐμπήγνυμαι
προσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον
3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη.