εμποράκος
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
ο
υποκορ. του έμπορος, ο εμπορευόμενος λίγο εμπόρευμα, ο μικρέμπορος.