εμποροπλοίαρχος

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. εμποροπλοιαρχίνα)
1. πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού
2. το θηλ. η γυναίκα εμποροπλοιάρχου
3. εμποροκαπετάνιος.