εμποροπλοίαρχος

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

ο (θηλ. εμποροπλοιαρχίνα)
1. πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού
2. το θηλ. η γυναίκα εμποροπλοιάρχου
3. εμποροκαπετάνιος.