εμπότισμα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το
1. το αποτέλεσμα του εμποτίζω, διαπότιση, μούσκεμα
2. το υγρό που διεισδύει και εμποτίζει ένα σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε.