εναρκώ

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

ἐναρκῶ (-έω) (Α)
1. αρκώ, επαρκώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐναρκεῖ
ἐνδέχεται».