ενασκώ

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

(AM ενασκῶ, -έω)
νεοελλ.
εξασκώ, κάνω χρήση δικαιώματος ή ιδιότητας («ενασκεί προεδρικά καθήκοντα»)
μσν.
(για μοναχούς) μονάζω
αρχ.
1. γυμνάζω, ασκώ κάποιον
2. (ενεργ. αμτβ.) γυμνάζομαι
3. είμαι ενυφασμένος, κεντημένος πάνω σε κάτι.