ενδεκάδα

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

η (AM ἑνδεκάς)
1. ο αριθμός ένδεκα
2. ομάδα (ποδοσφαιρική) που αποτελείται από ένδεκα μέλη.