ενδυναμώνω

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source

Greek Monolingual

και ενδυναμώ (AM ἐνδυναμῶ, -όω)
ενισχύω, ισχυροποιώ
νεοελλ.
(για πράγμ.) στερεώνω, καθιστώ σταθερότερο.