ενεργητικώς
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
-ά (Α ἐνεργητικῶς)
επίρρ.
1. με τρόπο ενεργητικό, δραστήρια, με ενεργητικότητα
2. γραμμ. στην ενεργητική φωνή, κατά την ενεργητική διάθεση.