ενεργοποιώ

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι ενεργό, βγάζω κάτι από την κατάσταση της αδράνειας ή της ηρεμίας, δραστηριοποιώ
2. μτφ. κινητοποιώ.