ενερείδω

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

ἐνερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω μέσα σε κάτι, βάζω μέσα, μπήγω («οἱ μέν μοχλόν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξύν ἐπ' ἄκρω, ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν», Ομ. Οδ.)
2. ακουμπώ, στηρίζω
3. προσηλώνω το βλέμμα, στρέφω σε κάτιἐνερείδω τήν ὄψιν τινί», Πλούτ.)
4. (αμτβ.) κείμαι, προσκολλώμαι σε κάποιον, κάθομαι («πεσών ἐνερείσατο γαίῃ» Απολλ. Ρόδ.).