ενθυμίζω
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Greek Monolingual
(AM ἐνθυμίζω)
μσν.- νεοελλ.
θυμίζω κάτι σε κάποιον, φέρνω στον νου κάποιου, υπενθυμίζω
μσν.
αναφέρω, κάνω λόγο
αρχ.-μσν.
(το μέσ.) ενθυμίζομαι μτγν. και μσν. τ. του ενθυμούμαι
1. «ενθυμιζόμενοι
λογιζόμενοι» (Σούδα)
2. επιθυμώ κάτι («Ἀμισὸν ἐνθυμιζόμενος ἐπολέμησε», Αππ.).
αρχ.
θυμάμαι (μόνο στον Ησύχ. «ἐνθύμιζε
ἐνθυμοῦ»).