Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
ἑνοειδής, -ές (AM)
1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός
2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖς
ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.).
επίρρ...
ἑνοειδῶς
μονοειδώς, μονομόρφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ειδής < είδος].