ενοικιάζω

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

και νοικιάζωἐνοικιάζω και νοικιάζω ενοίκιον
1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω
2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω
3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο.