ενοικιάζω
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω ενοίκιον
1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω
2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω
3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο.