εκμισθώνω

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

και εκμισθώ (-όω) (AM ἐκμισθῶ)
παραχωρώ για χρήση περιουσιακό στοιχείο με μίσθωση, νοικιάζω
αρχ.
ἐκμισθοῦμαι
παίρνω με μίσθωση, νοικιάζω ως ενοικιαστής.