ενοικιαστής

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

ο (ενοικιαστής, θηλ. ενοικιάστρια)
αυτός που χρησιμοποιεί κάτι με ενοίκιο, ο μισθωτής, ο νοικάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενοικιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].