ενορμίζω

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνορμίζω) ορμίζω
(μέσ. και παθ.) (για πλοίο) προσορμίζομαι
αρχ.
οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι.