ενσχερώ

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

ἐνσχερώ (Α)
επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ του επιθ. σχερός. (Για το β' συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)].