επισχερώ

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

ἐπισχερώ (Α)
(ποιητ. επίρρ.)
1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.)
2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.)
3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι καὶ ἐπισχερώ ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχερώ (< σχερός «σε μια σειρά»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ενσχερώ, ισχερώ). Το επίρρ. προέρχεται πιθ. από τη δοτ. εν. του επιθέτου (επί σχερῴ)].