ενσωμάτωση

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

η (AM ἐνσωμάτωσις) ενσωματώ
η ενσάρκωση
νεοελλ.
συνένωση στοιχείων με άλλα ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα.