εξέλκω
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(AM ἐξέλκω)
σέρνω προς τα έξω («φάσγανον ἐξεῖλκε κολεοῦ», Ευρ.)
νεοελλ.
(για πλοίο) ρυμουλκώ έξω από το λιμάνι
αρχ.
σώζω («Ἑλλάδα ἐξέλκων δουλίας», Πίνδ.).