εξίσου

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

και εξ ίσου (AM ἐξ ἴσου
Μ και εξίσου)
1. σε ίση ποσότητα
2. κατά ίσο βαθμό («και οι δύο είστε εξίσου καλοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ίσου].