εξερευνώ
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
(AM ἐξερευνῶ, -άω) ερευνώ
εξετάζω λεπτομερώς
νεοελλ.
παρατηρώ προσεκτικά μια περιοχή για εμπορικούς ή επιστημονικούς σκοπούς.