εξόν

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

εξόν)
(ουδ. μτχ. του έξεστι ως επίρρ.)
1. (με προσ. αντων.) εκτός από, παρά μόνο («ἄλλη γυνή... ἐξὸν ἐγώ»)
2. (με ρήμα) εκτός αν
3. (με γεν.) έξω από, μακριά.