εξόν

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

εξόν)
(ουδ. μτχ. του έξεστι ως επίρρ.)
1. (με προσ. αντων.) εκτός από, παρά μόνο («ἄλλη γυνή... ἐξὸν ἐγώ»)
2. (με ρήμα) εκτός αν
3. (με γεν.) έξω από, μακριά.