εξόν

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

εξόν)
(ουδ. μτχ. του έξεστι ως επίρρ.)
1. (με προσ. αντων.) εκτός από, παρά μόνο («ἄλλη γυνή... ἐξὸν ἐγώ»)
2. (με ρήμα) εκτός αν
3. (με γεν.) έξω από, μακριά.