Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ο (θηλ. εορτάστρια) (AM ἑορταστής) εορτάζωαυτός που λαμβάνει μέρος σε εορτή.