επάν

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

ἐπάν (AM)
(σύνδ.)
1. αφού, όταν, ευθύς, μόλις («ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι», Αριστοτ.)
2. (με ευκτ.) στην περίπτωση που, εάν τυχόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. επεί «όταν» + αν (δυνητ.)].