επάν

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

ἐπάν (AM)
(σύνδ.)
1. αφού, όταν, ευθύς, μόλις («ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι», Αριστοτ.)
2. (με ευκτ.) στην περίπτωση που, εάν τυχόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. επεί «όταν» + αν (δυνητ.)].