επήβολος
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Greek Monolingual
ἐπήβολος, -ον (AM)
1. γνώστης, ενήμερος
2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ.
β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ' ἐρετάων», Ομ. Οδ.)
3. αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
1. ικανός, επιδέξιος
2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να φθάσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βόλος (< βάλλω). Το -η- αναλογικά προς το επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η- είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].