επίλευκος

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

ἐπίλευκος, -ον (Α)
υπόλευκος, αυτός που ασπρίζει στην επιφάνεια.