επαχθώς

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

(Α ἐπαχθῶς)
επίρρ. με τρόπο επαχθή, αφόρητα, δυσάρεστα.