επηετανός
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
Greek Monolingual
ἐπηετανός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν χρόνο
2. πλούσιος, αρκετός («σῖτον ἐπηετανὸν παρέχοιμι», Ομ. Οδ.)
3. (για δέντρο) δασύφυλλος, με πλούσιο φύλλωμα
4. (το ουδ. ως επίρρ.) επηετανόν
άφθονα, πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επ(ί)-ετ-ανός, όπου το -ετ- πιθ. < (F)έτ-ος «έτος, χρόνος», ενώ το -η- προήλθε αναλογικά όπως στο επήβολος. Το επίθημα -αν-ός όπως στο σητ-άν-ιος «φετεινός»].