επιγονάτιο
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
το (AM ἐπιγονάτιον)
άμφιο σε σχήμα ρόμβου που κρεμούν από τη ζώνη οι αρχιερείς και οι πρωτοπρεσβύτεροι ώστε να πέφτει πάνω στο δεξί γόνατο
νεοελλ.
οτιδήποτε τοποθετείται πάνω στο γόνατο για να το προφυλάξει, π.χ. χαλύβδινο εξάρτημα πανοπλίας, επίδεσμος που προφυλάσσει από πτώση ή τον χρησιμοποιούν όσοι δουλεύουν γονατιστά, επίδεσμος που προφυλάσσει τα πόδια αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. γονατ- του γόνυ + υποκορ. κατάλ. -ιο(ν)].