επιγραμματικός
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
-ή, -ό επιγραμματίζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση»)
2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
-ή, -ό επιγραμματίζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση»)
2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα.